- ντουζένι
- το1. στον πληθ. τα ντουζένιαρυθμικός τύπος ανατολίτικης προέλευσης που πάνω του βασίστηκε το ρεμπέτικο τραγούδι, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο τής ανάπτυξής του πριν από το 19222. (διαλ.) εργαλείο3. φρ. «είναι στο ντουζένι»(για όργανο) είναι σωστά χορδισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duzen «τάξη»].
Dictionary of Greek. 2013.